Μέσα στο κέφι του γλεντιού και στου κρασιού τη ζάλη
Within the fiesta’s good spirits and the wine’s giddiness
ένας μικρός εμίλησε μ' αποκοτιά μεγάλη:
A little one spoke with great boldness:
Ξένε, ό,τι είχες να μας πεις, όλα θαρρώ μας τα 'πες,
«Stranger, whatever you had to tell us, I assume you have already told us,
γύρισες όταν έχασες, όνειρα και αγάπες.
You came back when you lost dreams and affections”.
Πιότερο τον επίκρανε κι απ' τη ντροπή του νόστου
He felt more bitter than the disgrace of repatriation
που ο μικρός δε γνώρισε πως ήταν αδερφός του.
that the little one did not recognise that it was his brother.
Σαν τέλειωσε η ξεφάντωση, πήγε στην καμαρά του
As soon as the celebration was over, he went to his chamber
που 'χανε βάψει οι τοίχοι της από τα όνειρά του.
Where his dreams had painted its walls.
Κι όπως εξετυλίγονταν τα όνειρα τα πρώτα,
And as the former dreams started to unfold,
ο αδερφός του χτύπησε της κάμαρας την πόρτα,
his brother knocked on the chamber’s door,
και το 'πε πως από καιρό τον τυρρανά η σκέψη,
And spoke of it, that for some time now, a thought is weighing him down
μ' απόψε τ' αποφάσισε άλαργο να μισέψει.
But tonight, he made up his mind, to depart for afar
Επόνεσε όπως πονεί παλιά πληγή π' ανοίγει
He felt pain, just like an old wound that opens hurts
και του διπλοπαράγγελνε τι πρέπει ν' αποφύγει.
And proceeded in doubly counselling him of what he must avoid.
Εκεί στα ξένα που θα πας, μην πιεις νερό αδερφέ μου,
«There, in the far away lands where you will go, do not drink (the) water, my brother,
τση λησμονιάς και μαραθείς, ανθέ και καντιφέ μου.
Of oblivion and fade away, my blossom and marigold.
Κάμε σαίτα την καρδιά να σκίσει τον αέρα,
Make arrow, of your heart, let it rip the air
να φτάσεις όπου έφτασα κι ακόμη παραπέρα.
To reach the places that I have reached and go even further.
Και το στερνό που θα σου πω πριν από τη φυγή σου,
And the last thing I’ll tell you, before your leave
πρόσεξε στο ταξίδι σου μη χάσεις την ψυχή σου.
Take heed, not to lose your soul in your journey”.
Μέσα στη νύχτα μείνανε για ώρα αγκαλιασμένοι
During the night, they stayed embraced for a long time
και νιώθαν πως μ' αόρατο σκοινί ήτανε δεμένοι.
And they felt that they were bound, by an invisible cord
Κι όπως τον συναπόβγανε και μάκραινε η σκιά του,
And as he walked him out and his shadow grew small
έπεσε στο προσκέφαλο κι έκλαψ' απ' την καρδιά του.
He fell on the doorstep and wept from his heart.