Στου Ψηλορείτη την κορφή καθόνταν ‘να γεράκι,
At the peak of Psiloreíti* a hawk was sitting
κι εβάστανε στα πόδια του παλικαριού κεφάλι.
and held in his legs the lad’s head.
Ετσίμπα το και χτύπα το και ροζονάρησέ του,
I gripped it and hit it and talked to him
παιδί, μην ήσουνε φονιάς, παιδί, μην ήσουν κλέφτης;
child, was thou not a murderer, child, was thou not a thief?
Δεν ήμουνε μηδέ φονιάς δεν ήμουν ούτε κλέφτης,
I was neither murderer nor was I a thief,
μόνο ήμουν αγροφύλακας, ήμουν και στιμαδόρος.
I was only rural constable, I was also an appraiser.
Κι αδίκησα τζι τση φτωχούς και πλέρωνα τσι πλούσιους
And I wronged the poor and I paid the rich
κι αν δε βαριέσαι βρόντα μου κι αν δε βαριέσαι βρώντα.
and if thou doesn’t mind pound me and if it doesn’t bother thee thunder!