Αργά, κατά το μεσημέρι, όταν πουλήσουν στο παζάρι
Late, near noon, after they sell their products
τα προϊόντα τους – λαχανικά, σταφύλια, αχλάδια –,
at the market – vegetables, grapes, pears –,
γυρίζουν με τα κάρα τους απ' τον παραθαλάσσιο δρόμο
they return with their carts from the coastal road
προς τα μικρά τους κτήματα, τα μακρινά,
to their small farms, the distant ones,
κάθιδροι, αυτοί και τ' άλογά τους,
sweaty, themselves and their horses,
με τα χαρτονομίσματα δεμένα στο μαντίλι τους
with banknotes bundled in their handkerchief
και με τα κέρματα να κουδουνίζουνε στις τσέπες τους,
and with coins clinking in their pockets,
ανόητοι, τσακισμένοι, σχεδόν άγριοι,
befooled, out of their feet, almost savages,
με το θυμό μιας άγνωστης αργοπορίας κι αδικίας,
with the anger of an unrecognized lag and injustice,
με τα τσουλούφια των σκληρών μαλλιών τους όλο σκόνη και ιδρώτα
with wisps of their coarse hair full of dust and sweat
χτισμένα κάτω απ' το κασκέτο τους...
tacked under their cap...
Όμως, σαν στρίψουνε τη δημοσιά, σαν ανταμώσουν
But, when they turn out of the main road, as soon as they come up against
την πρώτη ερημική αμμουδιά, ξεζεύουν τ' άλογα τους,
the first deserted sandy beach, they unharness their horses
γδύνονται βιαστικά, πετούν τα ρούχα τους στις πέτρες
strip hurriedly, throw their clothes on rocks
και μπαίνουνε στη θάλασσα να πλύνουν τ' άλογα τους.
and enter the sea to wash their horses.
Και τότε, μουσκεμένοι, ολόγυμνοι κι ολόχρυσοι, άνθρωποι κι άλογα,
And then, sodden, stark naked and all golden, men and horses,
αστράφτουν μες στον ήλιο με μια υψηλήν ευγένεια
glisten under the sun with a high nobility
εργατικοί και παντοδύναμοι, σάμπως να βγήκαν
hard working and all powerful, as though pulled out
μες από τους πανάρχαιους μύθους...
from the most ancient myths...
Ὁ μικρότερος καραγωγέας,
The youngest carter,
μόλις δεκαοχτώ χρονώ, στίλβοντας όλος μες στο μεσημέρι,
just eighteen years old, completely shining in the noon,
γυμνός, καβάλα στ' άλογό του, κάλπασε πέρα στη θάλασσα,
naked, mounted on his horse, galloped away along the sea,
ενώ ένα σύννεφο λευκό σημάδευε τον ίσκιο του μες στο γαλάζιο...
while a white cloud was casting its shadow on the azure...
Και στην ακρογιαλιά, τα κάρα, ολόχρυσα κι αυτά,
And by the seaside, the carts, all golden too,
έλαμπαν μες στις κυκλικές ανταύγειες των τροχών τους
glared through the round glints of their wheels
σαν ένδοξα άρματα από τους αρχαίους ελληνικούς αγώνες,
like glorious chariots from ancient greek games,
που εδώ σταμάτησαν και που από δω πάλι θα ξανάρχιζαν...
that ended here and from here they would have began over...